Cover

Απικο

Απίκο: Βυθομέτρηση και ο Ρόλος της στην Επιτυχία

Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες επιτυχίας στο ψάρεμά μας, είναι η σωστή και κατάλληλη βυθομέτρηση. Η απόσταση δηλαδή που πρέπει να έχει το δόλωμά μας από το βυθό, και η οποία φυσικά τροποποιείται ανάλογα με τα ψάρια, την περιοχή, αλλά και τις υπάρχουσες καιρικές συνθήκες που επικρατούν τη μέρα της εξόρμησής μας.

Αρκετές φορές θα παρατηρήσουμε σε συγκεκριμένο τόπο (και ιδίως σε λιμάνια), να ψαρεύουν δύο ή περισσότεροι ψαράδες και να βγάζει ψάρια μόνος ο ένας. Κι ενώ όλοι ψαρεύουν με τα ίδια δολώματα, τις ίδιες αρματωσιές, και έχουν καλάμια με το ίδιο μήκος, τα ψάρια αρέσκονται να τσιμπούν σε συγκεκριμένο ψαρά. Γιατί υπάρχει αυτή η διαφορά; Τι κάνει ο ψαράς αυτός και προσελκύει τα ψάρια; Πολύ απλό! Έχει βυθομετρήσει σωστά!

Οι ψαράδες δε δίνουν στη βυθομέτρηση τη σημασία που της αρμόζει, και στη συνέχεια παραπονιούνται ότι δεν πιάνουν ψάρια, ή  για να κυριολεκτούμε ότι δεν πιάνουν καλά ψάρια, παρά μόνο τα μικρά. Όταν αργότερα καταλάβουν το ρόλο της, θα φροντίζουν να είναι η πρέπουσα.

Βυθομετρητής

Η βυθομέτρηση πραγματοποιείται με την τοποθέτηση κάποιου βαριδιού στο αγκίστρι ή τη σαλαγκιά μας. Στο εμπόριο υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί βυθομετρητές, ιδιαίτερα εξυπηρετικοί, και μας βοηθούν να πραγματοποιήσουμε μια όσο το δυνατόν καλύτερη βυθομέτρηση.

Αν δεν είμαστε εφοδιασμένοι με κάτι τέτοιο, πάμε στον αυτοσχέδιο βυθομετρητή που είναι ένα μικρό βαριδάκι δεμένο σε σχοινάκι λίγων εκατοστών, και στην άκρη του υπάρχει μια θηλίτσα για να προσαρμοστεί στο αγκίστρι ή τη σαλαγκιά μας. Πολλοί έχουν αντί για σχοινάκι ένα μικρό καλωδιάκι, και κάποιοι άλλοι ψαράδες απλή πετονιά. Μπορούμε αν θέλουμε να βυθομετρήσουμε και μόνο με το μολύβι, αλλά ο κίνδυνος να το χάσουμε είναι μεγάλος και για αυτό προσθέτουμε το σχοινάκι, το καλώδιο ή την πετονιά. Αν θέλουμε όμως, μπορούμε να κλείσουμε το στριφταράκι ενός σκέτου μολυβιού ή να του στενέψουμε την τρύπα του, για να σφηνώνει καλύτερα στο αγκίστρι μας και να μην το χάνουμε εύκολα.

Τρόπος βυθομέτρησης

Έχοντας τοποθετήσει το βυθομετρητή στο αγκίστρι ή τη σαλαγκιά μας, ρίχνουμε την αρματωσιά μας στο σημείο ακριβώς όπου θα ψαρέψουμε.

Αν χρησιμοποιούμε φελλό παρατηρούμε το ύψος του και στη συνέχεια ανάλογα με το τι χρειάζεται τον ανεβάζουμε (αν βουλιάζει πολύ) ή τον κατεβάζουμε (αν πατώνουμε). Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε, είναι ότι αν ο βυθομετρητής μας είναι περασμένος ακριβώς πάνω στο αγκίστρι μας και με την αρματωσιά τεντωμένη, τη στιγμή που ο φελλός μας βρίσκεται στην επιφάνεια της θάλασσας ψαρεύουμε οριακά στο βυθό. Αν ο φελλός μας βουλιάζει, τότε ψαρεύουμε τόσο ψηλά από το βυθό, όση είναι η απόσταση του φελλού από την επιφάνεια. Αν πάλι ο φελλός δε βουλιάζει,  τότε βρίσκεται αρκετά ψηλά σε σχέση με το πρέπον βάθος και πρέπει να τον κατεβάσουμε γιατί το αγκίστρι μας πατώνει. Το πόσο θα το κατεβάσουμε, μπορούμε να το υπολογίσουμε μέσω της απόστασης του φελλού από την επιφάνεια της θάλασσας, όταν η αρματωσιά είναι τεντωμένη και το βαρίδι ακουμπά στο βυθό.

Αν ψαρεύουμε χωρίς φελλό, δηλαδή «καθαρόαιμο απίκο» όπως πολλοί συνηθίζουν να το αποκαλούν, τότε ρίχνουμε το βυθομετρητή στο νερό και παρατηρούμε το λύγισμα του καλαμιού καθώς το κατεβάζουμε προς τη θάλασσα. Όταν το βαρίδι πατώσει και το καλάμι πάψει να λυγίζει, σημαίνει ότι σε αυτήν τη θέση βρισκόμαστε οριακά πάνω στο βυθό. Ανάλογα με το πόσο ψηλά θέλουμε να είμαστε από το βυθό, σηκώνουμε και τη μύτη του καλαμιού.

Γενικοί κανόνες επιλογής κατάλληλου βάθους

  • Με κυματισμό και φουσκοθαλασσιά ψαρεύουμε ψηλά, ενώ με καλοσύνη χαμηλά.
  • Σαργούς, μουρμούρες, κακαρέλους, μεγάλους κέφαλους  τους αναζητούμε χαμηλά, ενώ μελανούρια, γόπες, λαβράκια ψηλά.
  • Στο βράχο μπορούμε να ψαρέψουμε αρκετά πιο ψηλά από το βυθό, ενώ στο λιμάνι θα χρειαστεί να βρισκόμαστε πολύ χαμηλά.
  • Σε μέτρια βάθη (3-5 μέτρα,) η βυθομέτρηση πρέπει να είναι ακριβείας, ενώ σε μεγαλύτερα (6 και άνω), υπάρχουν αρκετές ανοχές.
  • Όσο πιο πολυψαρεμένος είναι ο τόπος, τόσο πιο ακριβή βυθομέτρηση απαιτεί. Αντίθετα, σε έναν αψάρευτο τόπο αποδίδει και μια μη κατάλληλη βυθομέτρηση.
  • Η βυθομέτρηση ακριβείας, επιβάλλεται επίσης όταν ο τόπος-βυθός είναι πολύ επίπεδος. Αν υπάρχουν υψομετρικές διαφορές, τότε αυτή γίνεται πολύ πιο χαλαρά, ακολουθώντας μια μέση οδό.
  • Ο επίπεδος βυθός με άμμο ή λάσπη, απαιτεί συνήθως πατωτό ψάρεμα, ενώ ο βυθός με βράχια και φυκιάδες, ψάρεμα αρκετά ψηλά.

Τι να προσέξουμε

  • Τους καλοκαιρινούς και πρώτους φθινοπωρινούς μήνες που τα λιμάνια γεμίζουν με μικρόψαρα (κυρίως μπαλαδάκια), το ψάρεμά μας αναγκαστικά θα πρέπει να γίνεται εντελώς πατωτά, για να μπορέσουμε να τα αποφύγουμε. Το υπόλοιπο διάστημα, και ειδικότερα τους χειμερινούς μήνες, το δόλωμά μας καλό είναι να έχει κάποια απόσταση από το βυθό, για να γίνεται πιο ορατό στα ψάρια.
  • Όσοι ψαρεύουν μεγάλους κέφαλους σε λιμάνια όπου επιβάλλεται η οριακή βυθομέτρηση, δηλαδή το δόλωμα να βρίσκεται μόλις 1-2 εκατοστά από το βυθό, κι έχουν τις ανάλογες βάσεις στήριξης καλαμιού, αφήνουν το βαρίδι να κατέβει στο βυθό, και μόλις πατώσει (το διαπιστώνουν από το μη λύγισμα του καλαμιού τους) σηκώνουν ελάχιστα το καλάμι.  Τη στιγμή που αρχίζει να λυγίζει, σφίγγουν τις βίδες στη βάση τους κι έχουν τη βυθομέτρηση που επιθυμούν.
  • Αν ψαρεύουμε από βράχια σε βυθό με απότομες εναλλαγές βάθους, δε χρειάζεται να είμαστε πατωτά. Αν μάλιστα επικρατεί φουσκοθαλασσιά           -καιρός που αναζητούμε για να έχουμε επιτυχίες-, η βυθομέτρηση δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Τα ψάρια που κυκλοφορούν κινούνται σε όλο σχεδόν το ύψος νερού, κι έτσι δεν έχουμε κανένα πρόβλημα.
  • Στο ψάρεμα με αγκίστρια δεν  αντιμετωπίζουμε ιδιαίτερα σκαλώματα στο βυθό (συγκριτικά με τη χρήση σαλαγκιάς). Για αυτό στα πατωτά ψαρέματα προτιμούμε τα αγκίστρια, εκτός βέβαια και αν αναζητούμε τους κέφαλους, όπου η σαλαγκιά είναι μάλλον μονόδρομος για το ψάρεμά τους.
  • Όσοι χρησιμοποιούν αυτοσχέδιους βυθομετρητές με σχοινάκι, προκειμένου να επιτύχουν μεγαλύτερη ακρίβεια μέτρησης, είναι καλό να τυλίγουν το σχοινάκι στα αγκίστρια τους, και όταν φθάσει το βαρίδι κοντά στο αγκίστρι, να πραγματοποιήσουν τη βυθομέτρησή τους.
  • Σε τόπους όπου επικρατούν ρέματα κι έχουμε μετακίνηση της αρματωσιάς, πρέπει να βυθομετρούμε όχι μόνο σε ένα σημείο αλλά σε πολλά σημεία της ευρύτερης περιοχής που θα πέσει το δόλωμα, για να εξασφαλίσουμε ότι δεν υπάρχουν απότομες αλλαγές βάθους.
  • Όσοι ψαρεύουμε με φελλό, αφού ολοκληρώσουμε τη διαδικασία της βυθομέτρησης, καλό είναι να σημειώνουμε σε πιο στέλεχος του καλαμιού μας ακουμπά αυτός όταν έχουμε τεντωμένη την αρματωσιά μας. Έτσι, αν μετά από κάποια ώρα διαπιστώσουμε ότι έχει μετακινηθεί από το σημάδι, αυτομάτως γνωρίζουμε ότι η βυθομέτρησή μας έχει χαλάσει και χρειάζεται να βυθομετρήσουμε εκ νέου.
  • Μπορούμε επίσης να καταλάβουμε ότι ο φελλός μας έχει μετακινηθεί, όταν διαπιστώσουμε ότι δε βουλιάζει σωστά όπως αρχικά, αλλά επιπλέει. Αυτό είναι σημάδι ότι πατώνουμε και πρέπει να γίνει νέα βυθομέτρηση.