Cover

Συρτη Φυλακας

Θάλασσα, Βυθός, Χαρακτηριστικά & Στέκια των Ψαριών

Οι θάλασσες που καταλαμβάνουν τα 3/4 της επιφάνειας της γης έχουν μεγάλη αξία για την οικολογική ισορροπία του πλανήτη μας.

Η θάλασσα είναι πηγή ζωής για ανθρώπους και θαλάσσιους οργανισμούς και είναι ο βασικός ρυθμιστής του κλίματος μιας περιοχής και του περιβάλλοντος χώρου.

Κατακόρυφη ζώνωση

Μια διάκριση του θαλασσίου περιβάλλοντος γίνεται κατά βάθος ανάλογα με τη ποσότητα του φωτός που εισχωρεί και που επηρεάζει άμεσα τη θαλάσσια ζωή και τους θαλάσσιους οργανισμούς.

Είναι γεγονός πως λιγότερο από το 40% της ηλιακής ακτινοβολίας φτάνει σε βάθος μεγαλύτερο του ενός μέτρου και λιγότερο από το 1% της ηλιακής ακτινοβολίας διεισδύει σε βάθος μεγαλύτερο από τα 50 μέτρα. Έτσι μπορούμε να χωρίσουμε τη στήλη του θαλασσινού νερού σε τρεις ζώνες, την ευφωτική (0-100μ), την ολιγόφωτη (100-300μ) και την αφωτική ζώνη από εκεί και κάτω (>300μ).

Όπου στη θάλασσα υπάρχει φως, τα φυτά και τα φύκια μπορούν να φωτοσυνθέσουν και κατά συνέπεια ν’ αναπτυχθούν και ν’ αναπαραχθούν και όταν αυτά αναπτυχθούν τότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν τροφή από τους θαλάσσιους οργανισμούς.

Στη συνέχεια αυτοί οι οργανισμοί θα αποτελέσουν την τροφή των άλλων μεγαλύτερων ψαριών ενώ όταν αυτά πεθάνουν θα διασπαστούν και θα επιστρέψουν στη φύση.

Με τη διάσπαση των νεκρών φυτικών και ζωικών οργανισμών, μετατρέπεται το οργανικό υλικό σε θρεπτικά άλατα που γίνονται ξανά διαθέσιμα στους φωτοσυνθετικούς οργανισμούς. Με λίγα λόγια η ζωή στις θάλασσες καθορίζεται από το φως και η θάλασσα είναι ένα μεγάλο εργοστάσιο που αναπαράγει και συντηρεί τη ζωή με ταυτόχρονη συμμετοχή στην ανακύκλωση της ύλης και της ενέργειας.

Έτσι οι δυο πρώτες ζώνες της θάλασσας(0-100 & 100-300 μ) είναι πολύ σημαντικές για τη ζωή και την αλιεία, αφού σε αυτές γίνεται με τη βοήθεια του ήλιου η φωτοσύνθεση από το φυτοπλαγκτόν και τα φύκη και ενώ στα μεγάλα βάθη, στην αφωτική ζώνη, δεν γίνεται φωτοσύνθεση και εκεί ζουν μόνο σπάνια είδη θαλάσσιων οργανισμών.

Οριζόντια ζώνωση

Μια άλλη διάκριση ανάμεσα στα θαλάσσια περιβάλλοντα γίνεται με βάση την απόστασή τους από την ξηρά. Τα νερά που καλύπτουν τα κεκλιμένα και αβαθή ηπειρωτικά κράσπεδα αποτελούν τη νηριτική ζώνη, που έχει μεγάλη βιοποικιλότητα παραγωγικότητα γιατί έχει φως. Αυτή υποδιαιρείται στη μεσοπαλιρροιακή και υποπαλιρροιακή ζώνη. Η μεσοπαλιρροιακή ζώνη καλύπτεται παροδικά με νερό και επομένως οι οργανισμοί που ζουν εκεί έχουν αναπτύξει μηχανισμούς κατάλληλους για επιβίωση όταν το σώμα τους καλύπτεται από νερό αλλά και όταν είναι εκτεθειμένο στον αέρα. Στην ακτή, στις βραχώδεις περιοχές αναπτύσσονται οργανισμοί που προσκολλώνται στα βράχια (πεταλίδες) για να μη παρασύρονται από τα κύματα ενώ στις αμμώδεις, οι οργανισμοί κινούνται ελεύθερα ή τρυπώνουν μέσα στην άμμο (καβούρια κ.α.). Οι οργανισμοί της παλιρροιακής ζώνης (0-40μ βάθος) δεν επηρεάζονται από τις παλίρροιες. Το πλαγκτόν επιπλέει και οι οργανισμοί που ζουν στο νερό π.χ. ψάρια, μετακινούνται ελεύθερα σε όλη τη νηριτική ζώνη.

Στην προέκταση της νηριτικής ζώνης είναι η πελαγική ή ωκεάνια ζώνη τα νερά της οποίας χωρίζονται ανάλογα με το βάθος τους σε έναν αριθμό ζωνών. Έτσι από γεωλογικής άποψης, έχουμε την υφαλοκρηπίδα δηλ. τη προέκταση της ξηράς μέχρι το βάθος των 300μ στην οποία ο βυθός έχει μικρές κλίσεις και δεν είναι απότομος ενώ το πλάτος της ποικίλλει ανάλογα με τη μορφολογία της κάθε περιοχής.

Στη συνέχεια έχουμε το υφαλοπρανές που λέγεται και Ηπειρωτικό ανύψωμα ή Ηπειρωτική κατωφέρεια, όπου ο βυθός αποκτά μια απότομη κλίση (30-45 μοίρες) και φτάνει μέχρι βάθος 3.000μ. Ακολουθούν οι ωκεάνιες πεδιάδες ή λεκάνες με τα υποθαλάσσια όρη και τους ωκεάνιους τάφρους που βρίσκονται από 3.000 μέχρι 5.000μ βάθος και οι Αβυσσαίες πεδιάδες που μπορεί να φτάσουν μέχρι τα 11.000μ

Ο Βυθός της θάλασσας

Βυθός είναι ο πυθμένας των θαλασσών, των ποταμών και των λιμνών δηλαδή είναι το στρώμα της γης πάνω από το οποίο υπάρχει υδάτινος όγκος και το ανάγλυφο του είναι αντίστοιχο με το ανάγλυφο της ξηράς. Έχουν δηλαδή και τα δύο απόκρημνα και βραχώδη βουνά, μικρούς και μεγάλους λόφους, πεδιάδες, σαμάρια, βαθιές εσοχές, χαράδρες, τάφρους, λεκάνες, σπηλιές και πηγάδια.

Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του βυθού των θαλασσών δεν αναπτύσσονται τυχαία αλλά συνδέονται με διεργασίες που οφείλονται τόσο στις γεωλογικές διεργασίες στο εσωτερικό της γης όσο και σε ιζηματολογικά αίτια δηλαδή από τα υλικά που προέρχονται από την ξηρά και καταλήγουν στη θάλασσα με τις βροχές και τα ποτάμια.

Τα θαλάσσια ιζήματα αποτελούνται από μεμονωμένα σωματίδια όλων των μεγεθών από το πιο λεπτό που σχηματίζει τον πηλό μέχρι τα χαλίκια και τους μεγάλους βράχους. Οι εναποθέσεις κοντά στις ακτές είναι σχετικά τραχείες (άμμος, πέτρα, χαλίκι) ενώ οι εναποθέσεις που βρίσκονται στο βυθό των βαθέων υδάτων είναι πολύ λεπτότερες (πηλός-λάσπη).

Ο βυθός ανάλογα με τη μορφή του δηλ. το ανάγλυφο του διακρίνεται σε ομαλό βυθό (επίπεδο), σε ίσιο (οριζόντιο και ομαλό), σε επικλινή ή σε κρεμαστό (απότομης αύξησης βάθους). Επίσης ανάλογα με τη ποιότητα της σύνθεσης του διακρίνεται σε τραχύ (βραχώδη), στερεό (συμπαγή) και σε μαλακό (άμμο ή λάσπη) ενώ ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων των ιζημάτων, την ύλη που τον καλύπτει, διακρίνεται περαιτέρω στις παρακάτω επτά κατηγορίες.


Διάκριση βυθού με βάση το μέγεθός των κόκκων των ιζημάτων του (πίνακας Wentworth scale)
 Μέγεθος (mm)Ονομασία ιζήματοςΟνομασία βυθού
1(>256)Βράχια-μεγάλοι λίθοιΒραχώδης
2(64 -256)Κροκάλες-πέτρεςΠετρώδης (rocky bottom)
3(4 – 64)ΒότσαλαΒοτσαλωτός
4(2-4)Χαλίκια-ψηφίδεςΨηφώδης ή χαλικώδης
5(0.0625 – 2)ΆμμοςΑμμώδης (sand bottom)
6(0.0039 -0.0625)Ιλύς-λάσπηΠυλώδης ή λασπώδης
7(<0.0039)Άργιλος-βούρκοςΑργιλώδης – βορβορώδης- βουρκάδα

Το υλικό επικάλυψης του βυθού, τα ιζήματα δηλαδή, ανάλογα με την προέλευσή τους κατατάσσονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες τα Λιθογενή, τα Βιογενή, τα Υδρογενή και τα Κοσμογενή.

Προέλευση ιζημάτων επικάλυψης βυθού
1ΛιθογενήΤα ιζήματα που προέρχονται από τη γειτονική ξηρά και εντοπίζονται στον πυθμένα της παράκτιας ζώνης και υφαλοκρηπίδας όλων των θαλασσών, σε μικρές είτε σε μεγάλες ποσότητες.
2ΒιογενήΤα ιζήματα που προέρχονται από υπολείμματα νεκρών οργανισμών που ζουν στην ευφωτική ζώνη, όπως κελύφη, οστά, δόντια κ.λ.π. είτε από τη βιολογική δραστηριότητα οργανισμών.
3ΥδρογενήΤα ιζήματα που δημιουργούνται από τα διαλυμένα συστατικά του θαλασσινού νερού. Ο σχηματισμός τους αποδίδεται σε χημικές αντιδράσεις (δημιουργούν άλατα ή οξείδια, τα οποία καθιζάνουν στον πυθμένα), στις αλλαγές θερμοκρασίας και πίεσης και στη σταδιακή συμπύκνωση του θαλασσινού νερού λόγω εξάτμισης
4ΚοσμογενήΤα ιζήματα που προέρχονται από το διάστημα∙ και πρόκειται για σώματα που λόγω της βαρύτητας αφού μπήκαν στο γήινο βαρυτικό πεδίο, κατάφεραν να φτάσουν στη θάλασσα χωρίς να εξαερωθούν στην ατμόσφαιρα του πλανήτη μας.

Τα λιθογενή και τα βιογενή ιζήματα μεταφέρθηκαν στον πυθμένα με τα κύματα, ενώ στα πιο βαθιά νερά τα λεπτότερα ιζήματα (λάσπη – άργιλος), μετακινήθηκαν με τα θαλάσσια ρεύματα. Επίσης στις θάλασσες με έντονα παλιρροιακά φαινόμενα, τα παλιρροιακά κύματα μπορούν να μετακινήσουν άμμο και τη λάσπη σε όλη σχεδόν την έκταση της υφαλοκρηπίδας και σε διάφορες διευθύνσεις. Κοντά στην ακτή η ύλη εναποτίθεται με αναλογία 10 εκατοστών ανά χίλια χρόνια ενώ σε πολύ βαθιά νερά η αναλογία πολύ μικρότερη. Βεβαίως υπάρχουν και τεράστιες εκτάσεις στο βυθό που είναι καλυμμένες με υπολειμματικές αμμώδεις ή βραχώδεις αποθέσεις, κατάλοιπα σταδίων της παγετώδους περιόδου, όταν η στάθμη του νερού ήταν χαμηλότερα.

Στο ίζημα του πυθμένα, ζώνη πάχους 2-5 cm, συναντάται μια μεγάλη ποικιλία οργανισμών, οι λεγόμενοι βενθικοί οργανισμοί που είναι ασπόνδυλα και μικρά καρκινοειδή. Τα αμμώδη ιζήματα είναι ασταθή και περιέχουν συνήθως μειωμένες ποσότητες θρεπτικών, γι’ αυτό και οι φυτικοί οργανισμοί είναι σπάνιοι, ενώ στους βραχώδεις πυθμένες εμφανίζεται μεγάλη ποικιλία ζωής αφού προσφέρουν καταφύγιο στους οργανισμούς από τους θηρευτές τους, και σχηματίζεται ένα υπόστρωμα για να προσκολλούνται τα φύκη που προσφέρουν τροφή στους διάφορους βενθικούς οργανισμούς.

Τέλος αν ο βυθός είναι καλυμμένος με φύκια ονομάζεται φυκώδης ή φυκιάδα, αν με κοράλλια κοραλλιώδης και αν έχει σφουγγάρια σπογγοβριθής («σφουγγαρότοπος»).

Θαλάσσιοι οργανισμοί και ζωή στη θάλασσα

Βάσει του βιοτόπου στον οποίο διαβιούν οι θαλάσσιοι οργανισμοί αυτοί χαρακτηρίζονται σε βενθικούς και σε πελαγικούς.

Βενθικοί είναι οι οργανισμοί που ζουν μέσα ή πάνω στο βυθό και υποδιαιρούνται σε εδραίους και σε νηκτοβένθιους. Εδραίοι ονομάζονται αυτοί που είναι προσκολλημένοι στον βυθό ενώ νηκτοβένθιοι αυτοί που ναι μεν ζουν πάνω στο βυθό  αλλά δεν μένουν μόνο εκεί.

Πελαγικοί είναι οι οργανισμοί που ζουν μέσα στη στήλη του νερού και υποδιαιρούνται με βάση τη δυνατότητα τους να κολυμπούν και να κινούνται μέσα στη στήλη και επίσης να μπορούν να πηγαίνουν αντίθετα στα ρεύματα.

Η ζωή στις θάλασσες δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη και οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν την κατανομή των ζωντανών οργανισμών στη θάλασσα είναι η θερμοκρασία, η αλατότητα, η συγκέντρωση του διαλυμένου οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα, η ποσότητα του φωτός στα διάφορα υδάτινα στρώματα και το πιο σημαντικό για την αλιεία η περιεκτικότητα του νερού σε θρεπτικά στοιχεία και στην ύπαρξη τροφής. Έτσι, οι περισσότεροι μικροοργανισμοί αναπτύσσονται στα ανώτερα υδάτινα στρώματα ενώ το ζωοπλαγκτόν βρίσκεται σε όλα τα βάθη και είναι σε αφθονία στην εύφωτη ζώνη. Στα βαθύτερα στρώματα το φως είναι ελάχιστο ή καθόλου, η θερμοκρασία χαμηλή και η πίεση υψηλή με αποτέλεσμα να έχουμε ελάχιστα είδη τροφής με συνέπεια τα ψάρια που ενδιαφέρουν την αλιεία να είναι λιγοστά ή καθόλου.

Η γεωμορφολογία, η διαμόρφωση δηλαδή του ανάγλυφου και της σύστασης του βυθού είναι ο παράγοντας που καθορίζει σε κάποιο βαθμό τις περιοχές που θα λάβει χώρα η αλιεία. Η κλίση του βυθού, η κυκλοφορία των υδάτων, η περιεκτικότητά τους σε χημικά στοιχεία, η θερμοκρασία, η αλατότητα και η διαύγεια, όλα συμβάλλουν στη διαμόρφωση της κατανομής των διαφόρων θαλάσσιων οργανισμών και έχουν επίσης σημαντική επίδραση στην αξιολόγηση μιας περιοχής σαν ψαρότοπου.

Η σύσταση επίσης του υποστρώματος παίζει αποφασιστικό ρόλο στη σύνθεση των αλιευμάτων καθώς τα διάφορα είδη έχουν διαφορετικές προτιμήσεις ως προς το περιβάλλον όπου διαβιούν, επιλέγοντας συγκεκριμένα ενδιαιτήματα.

Έτσι, ανάλογα με το βάθος μιας περιοχής, με το ανάγλυφο της και το είδος της ακτογραμμής και βυθού, μπορούμε να πούμε τι ψάρια αναμένεται να βρούμε, αφού και αυτά έχουν τις προτιμήσεις τους.

Είναι φυσικό κάθε ψάρι να θέλει τον «τόπο» του όπου θα βρει την αγαπημένη του τροφή, όπου θα φωλιάσει, όπου θα κρυφτεί ή που θα στήσει την ενέδρα του. Οι τόποι αυτοί αποτελούν τις συνοικίες όπου συγκεντρώνονται και διαβιούν οι «μακροβενθικοί οργανισμοί» που αποτελούν την τροφή των ψαριών ή που προσφέρουν καταφύγιο για τα ψάρια. Οι περιοχές αυτές είναι οι γνωστοί «ψαρότοποι» στους οποίους πρέπει να αναζητήσουμε τα ψάρια που θα ψαρέψουμε.

ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΨΑΡΟΤΟΠΩΝ

Ας δούμε τώρα τους σπουδαιότερους βυθούς και τι να περιμένουμε να μας δώσουν.

Α. Ανάλογα με το ανάγλυφο του βυθού

(1) Ξέρα (ύφαλος) : Είναι ένας μεγάλης έκτασης ύφαλος που έχει μια βραχώδη, αρκετά ανώμαλη και με προεξοχές ή ανοίγματα, επιφάνεια όπως σχισμές, τρύπες, σπηλιές.

Η βλάστηση στις ξέρες είναι πολύ αραιή ή καθόλου. Τα βράχια της ξέρας μπορεί να έχουν πάνω τους φύκη και συνήθως οι ξέρες περιβάλλονται από ένα πιο ομαλό βυθό.

Όταν η ξέρα βγαίνει και έξω από την επιφάνεια της θάλασσας τότε λέμε πως είναι βράχος ή βραχονησίδα.

Η ξέρα θεωρείται εξαιρετικός ψαρότοπος αφού εκεί θα βρούμε πληθώρα βενθικών ψαριών (πατόψαρα) όπως ο ροφός, η σφυρίδα, η συναγρίδα, η στείρα, το μουγγρί, καβούρια και οι αστακοί.

Καλύτερους ψαρότοπους αποτελούν οι μικρές ξέρες ή ύφαλοι που υψώνονται σε περιοχές που έχουν μεγάλα βάθη.

(2) Πάγκος ή Μπάγκος : Ο πάγκος (από το bank) είναι μια έξαρση, μια ανύψωση του βυθού, με σχεδόν επίπεδη οροφή. Είναι δηλαδή σαν ένα υποθαλάσσιο οροπέδιο.

Στις πλαγιές των πάγκων, μέσα σε σπηλιές ή τρύπες, φωλιάζουν αρκετά είδη ψαριών ιδιαίτερα όλα τα πετρόψαρα όπως χάνοι και πέρκες ενώ στους πρόποδες τους (στις αποχές) θα βρούμε μεγάλα ψάρια όπως ροφούς, σφυρίδες, σκορπιούς κα. Εκτός όμως από τα ψάρια αυτά, οι πάγκοι κρατάνε και άλλους θαλάσσιους οργανισμούς όπως σουπιές, χταπόδια και διάφορα οστρακοειδή.

(3) Αποχή: Αποχή ονομάζουμε το μέρος που σταματά η κλίση του βυθού από την ακρογιαλιά και αρχίζει ο επίπεδος και ομαλός βυθός.

Στην περιοχή αυτή, αν ακολουθήσουμε την ισοβαθή, θα συναντήσουμε αρκετά αξιόλογα ψάρια όπως ούγγενες, σπάρους, μελανούρια, σαργούς, συκιούς κ.α.  Όμως τα καλύτερα ψάρια, ιδίως για τους λάτρεις της συρτής, θα τα βρούμε στις αποχές, στους πρόποδες μιας ξέρας ή ενός πάγκου. Εκεί φωλιάζουν τα ψάρια ή μετακινούνται για εξεύρεση τροφής. Καλύτερες αποχές θεωρούνται αυτές που είναι κοντά στην ακτογραμμή.

Β. Ανάλογα με το είδος της ύλης (ιζήματα) του βυθού

(1) Αμμώδης, Αμμούδα & Αμμοσούρα: Είναι τμήμα βυθού καλυμμένο με άμμο από το οποίο λείπει ή υπάρχει πολύ περιορισμένη βλάστηση. Υπάρχουν αμμώδεις βυθοί που άλλοι έχουν μαλακό στρώμα άμμου και άλλοι σκληρό. Συνήθως τα βάθη που συναντάμε τη μαλακή άμμο είναι μικρά ενώ όσο το βάθος μεγαλώνει, η μορφολογία αλλάζει.

Στους αμμώδεις βυθούς θα βρούμε τα αμμόψαρα όπως οι δράκαινες, γλώσσες, κατσούλες, καλκάνια, το γωβιό, το λύχνο, τις μουρμούρες, τσιπούρες, λαβράκια και τα μυλοκόπια.

(2) Πετρώδης βυθός: Είναι περιοχές συνήθως κοντά στις ακρογιαλιές και την ακτογραμμή. Εκεί θα συναντήσουμε να περιφέρονται αρκετά είδη ψαριών όπως μουγκριά, σμέρνες, κεφαλόπουλα, κωβιοί, ούγενες, μπαλάδες, τσιπούρες, σαργοί, μελανούρια, σκαθάρια κ.α.

(3) Λασπώδης ή βούρκος: Η λάσπη είναι ένα πολύ λεπτόκοκκο υπόστρωμα χωρίς βλάστηση. Έχουμε λασπώδεις βυθούς σε μεγάλα βάθη όπου θα βρούμε αρκετά είδη αξιόλογων βενθικών ψαριών (πατόψαρων) όπως ο μπακαλιάρος, η σκλεπού (πεσκανδρίτσα), ο βλάχος, ο σκύλος, το χριστόψαρο, τα μπαρμπούνια, οι κουτσομούρες κ.α.

Στο λασπώδη βυθό σε μικρά βάθη θα βρούμε λαβράκια, κεφαλόπουλα, τσιπούρες, μπαρμπούνια, κουτσομούρες κ.α.

(4) Φυκιάδα: Τα φύκη ή φύκια (Algae) αποτελούν μεγάλο μέρος της θαλάσσιας χλωρίδας και δεν κατατάσσονται στα φυτά αλλά στα πρώτιστα αφού δεν έχουν ρίζες, βλαστούς, φύλλα, άνθη ή καρπούς.

Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι υπάρχουν περί τα 600 είδη φυκιών που κατατάσσονται σε 3 κατηγορίες. Στα χλωροφύκη που είναι πράσινα και βρίσκονται σε μικρά βάθη, στα ροδοφύκη που ζουν σε μεγαλύτερα βάθη και στα φαιοφύκη ή καστανά φύκη που αναπτύσσονται σε καθαρά νερά. Τα φύκη δεν θα τα βρούμε σε αμμουδερές ακτές αλλά πάνω σε σκληρά υποστρώματα (βράχια και πέτρες) και συνήθως το μήκος τους δεν ξεπερνά τα 20-30 εκατοστά.

Όμως όταν οι ψαράδες αναφέρονται σε «φυκιάδα» δεν εννοούν τα παραπάνω φύκη αλλά αναφέρονται στις περιοχές που έχουν βυθό μαλακού υποστρώματος και είναι καλυμμένες με το φυτό της ποσειδωνίας (Poseidonia oceanica). Η ποσειδωνία, το «φυτό αυτό της θάλασσας», δεν είναι «φύκη» αλλά ένα είναι πολυετές φυτό (φανερόγαμο) με ρίζες, βλαστούς και φύλλα που σχηματίζει μικρά ή μεγάλα λιβάδια. Είναι δηλ. ανώτερο φυτό με ρίζες, βλαστούς και φύλλα. Υπάρχει μόνο στα μεσογειακά νερά και το έχουμε σε αφθονία στις θάλασσες μας. Το φυτό αυτό πριν 60 εκατομμύρια χρόνια ζούσε στην ξηρά αλλά μετά προσαρμόστηκε αποκλειστικά στη θάλασσα όπου σχηματίζει τα γνωστά «δάση της θάλασσας». Τα φύλλα του είναι πράσινα και μπορεί να φτάσουν και το 1m μήκος. Όταν γεράσουν πέφτουν και παρασυρόμενα από το κύμα βγαίνουν στην αμμουδιά. Είναι αυτές οι καφέ κορδέλες που συναντάμε συχνά στις παραλίες μας.

Το φυτό αυτό αναπτύσσεται αποκλειστικά σε καθαρά νερά και παράγει τεράστιες ποσότητες διαλυμένου οξυγόνου. Είναι πολύ χρήσιμο αφού προσφέρει σπίτι, καταφύγιο, τροφή και ασφαλές μέρος για αναπαραγωγή, σε πλήθος θαλάσσιων οργανισμών όπως διάφορα ψάρια, καλαμάρια, σουπιές, αχινούς, αστερίες, σκουλήκια κ.α. Επιπλέον τα δάση του προστατεύουν τις ακτές από τη διάβρωση αφού αλλοιώνουν τη δράση των παράκτιων κυμάτων και ρευμάτων.

Τα λιβάδια αυτά αποτελούν περιοχές στις οποίες πολλά είδη αλιευμάτων περνούν τα νεαρά τους στάδια. Ενώ όμως οι περιοχές αυτές με τη ποσειδωνία έχουν πολλούς θαλάσσιους οργανισμούς και θεωρείται μια πλούσια από οικολογική άποψη περιοχή, εντούτοις τα ψάρια αποφεύγουν να την επισκέπτονται, λόγω του ότι εξαιτίας της πυκνής βλάστησης η αναζήτηση της τροφής τους είναι δύσκολη και κουραστική. Στις φυκιάδες συνήθως θα βρούμε γύλους, σπάρους, μαρίδες, καλαμάρια, σουπιές, μουγκριά, πέρκες, τσιπούρες, μπαλάδες κ.α.

(5) Τραγάνα: Η τραγάνα είναι ένας επίπεδος αμμολασπώδης βυθός στρωμένος με μη προσκολλημένα (ελεύθερα δηλ) κοραλλιοειδή ροδοφύκη, «ροδοχάλικα», βοτσαλάκια και απολιθωμένα κελύφη στα οποία ζουν διάφοροι οργανισμοί. Σημαντική βέβαια στην περιοχή της τραγάνας είναι η ύπαρξη θαλάσσιων ρευμάτων που εμποδίζει αυτά τα ιζήματα και οργανισμούς να θαφτούν κάτω στο βυθό.

Η βλάστηση στις περιοχές αυτές είναι πάρα πολύ μικρή αλλά υπάρχουν ενδιάμεσα αρκετά αραιά σπαρμένα, μικρά και χαμηλά, θαλασσόχορτα.

Γενικά είναι ένας σχετικά σκληρός βυθός, συνήθως ισοβαθής, που μοιάζει με ένα θαλάσσιο λιβάδι το οποίο προσφέρει μια πλούσια τροφή σε θαλάσσιους οργανισμούς όπως σφουγγάρια, κοράλλια, ανεμώνες, γαρίδες, σκουλήκια και άλλα. Η τραγάνα συνεπώς είναι ένας περίφημος και περιζήτητος ψαρότοπος αφού σε αυτή συγκεντρώνονται αρκετά είδη ψαριών για να βρούνε τη τροφή τους.

Στην τραγάνα θα συναντήσουμε πληθώρα ειδών όπως ο αστακός, η συναγρίδα, η στείρα, η σφυρίδα, το φαγκρί, το λυθρίνι, ο μπαλάς, ο χάνος, το μυλοκόπι, ο σαργός, η τσιπούρα, η σκορπίνα, ο σπάρος το μπαρμπούνι κ.α. Για το λυθρίνι ειδικά οι ψαράδες λένε πως είναι «Ο άρχων της τραγάνας» ή «ο αφέντης των τραγανότοπων».

(6) Τροκάδα: Η τροκάδα είναι σχετικά ανώμαλος, παρόμοιος με την τραγάνα αλλά πιο βαθειά βυθός, στρωμένος με άγριες ασβεστολιθικές πέτρες και απολιθωμένα φυτά. Δυστυχώς όμως οι περιοχές αυτές έχουν υποβαθμιστεί σαν ψαρότοποι από την καταστροφική διέλευση της μηχανότρατας.

Στις περιοχές αυτές βρίσκουμε φαγκριά, λυθρίνια, συναγρίδες, αρκετές φορές σφυρίδες κ.α.  Σε ψηλώματα του βυθού αυτού (ξέρες-πάγκους) θα βρούμε στις αποχές στείρες, σκορπίνες, ροφούς. Στα κεφάλια των πάγκων αυτών λόγω της υπεραλίευσης σπάνια θα δούμε αξιόλογα ψάρια. Αυτά συνήθως παραμένουν και κάνουν βόλτες στις αποχές! .

Μικτοί Ψαρότοποι (Ετερογενείς): Η αλιεία σε περιοχές που συνδυάζουν δύο ή και παραπάνω τύπους βυθού π.χ. τραγάνα με άμμο ή τραγάνα με φυκιάδα (ασπρόμαυροι βυθοί), είναι πολύ αποδοτική και αρκετοί ψαράδες όταν αναφέρονται σε τέτοιες περιοχές τις χαρακτηρίζουν ως «κομμάτια».

Οι ανάμικτες περιοχές αφενός εξασφαλίζουν μια ποικιλία ανάμεσα στα είδη των αλιευμάτων και αφετέρου πολλά είδη προτιμούν να διαβιούν σε περιοχές ανάμεσα σε δύο υποστρώματα επειδή έτσι εξασφαλίζουν πρόσβαση και στους δύο τύπους βυθού, καθένας από τους οποίους μπορεί να ικανοποιεί διαφορετικές απαιτήσεις των οικογενειών των ψαριών.

Για παράδειγμα σε ένα αμμώδη βυθό με σποραδικές φυκιάδες και βραχάκια θα βρούμε από σαργούς και καμπανάδες μέχρι τσιπούρες και μουρμούρες.